en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)
  • Interpretations

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό)

κρατ - κυφό

  • κρᾶτα
  • κραταιά
  • κραταιβάτης
  • κραταίβιος
  • κραταίβολος
  • κραταίγονος
  • κράταιγος
  • κραταιγύαλος
  • κραταιγών
  • κραταιίς
  • κραταιλέως
  • κραταιόγονον
  • κραταιός
  • κραταιότης
  • κραταιόφρων
  • κραταιόχειρ
  • κραταιόχθων
  • κραταιόω
  • κραταίπεδος
  • κραταίπιλος
  • κραταίπους
  • κραταίρινος
  • κραταίωμα
  • κραταίωνον
  • κραταίωσις
  • κρατάνιον
  • κρατεραίχμης
  • κρατεραλγής
  • κρατεραύχην
  • κρατερῖτις
  • κρατερόδους
  • κρατερός
  • κρατεροφόρος
  • κρατερόφρων
  • κρατέρωμα
  • κρατερῶνυξ
  • κράτεσφι
  • κρατευταί
  • κρατευτήριον
  • κρατεύω
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • 9
  • 10
  • 11
  • 12
  • 13
  • 14
  • 15
  • 16
  • 17
  • 18
  • 19
  • 20
  • 21
  • 22
  • 23
  • 24
  • 25
  • 26
  • 27
  • 28
  • 29
  • 30
  • 31
  • 32
  • 33
  • 34
  • 35
  • 36
  • 37
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.